- κοπρωδης
- κοπρώδηςκοπρ-ώδης21) приобретший вид помета, превратившийся в кал
(τροφή Arst.)
2) грязный, нечистый(κηρός Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τροφή Arst.)
(κηρός Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοπρώδης — like dung masc/fem acc pl (attic epic doric) κοπρώδης like dung masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κοπρώδης like dung masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρώδης — ες (ΑM κοπρώδης, ῶδες) [κόπρος (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», Αριστοτ.) 2. γεμάτος με κόπρο, βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος … Dictionary of Greek
κοπρώδει — κοπρώδης like dung masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κοπρώδης like dung masc/fem/neut dat sg κοπρώδεϊ , κοπρώδης like dung dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρώδη — κοπρώδης like dung neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοπρώδης like dung masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοπρώδης like dung masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρώδεα — κοπρώδης like dung neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κοπρώδης like dung masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρώδεις — κοπρώδης like dung masc/fem acc pl κοπρώδης like dung masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρωδεστέρου — κοπρώδης like dung masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρώδεος — κοπρώδης like dung masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρώδεσι — κοπρώδης like dung masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κοπριώδης — κοπριώδης, ῶδες (Α) [κοπρία] κοπρώδης, γεμάτος κοπριά … Dictionary of Greek