κοπρωδης

κοπρωδης
    κοπρώδης
    κοπρ-ώδης
    2
    1) приобретший вид помета, превратившийся в кал
    

(τροφή Arst.)

    2) грязный, нечистый
    

(κηρός Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κοπρωδης" в других словарях:

  • κοπρώδης — like dung masc/fem acc pl (attic epic doric) κοπρώδης like dung masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κοπρώδης like dung masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρώδης — ες (ΑM κοπρώδης, ῶδες) [κόπρος (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», Αριστοτ.) 2. γεμάτος με κόπρο, βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος …   Dictionary of Greek

  • κοπρώδει — κοπρώδης like dung masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κοπρώδης like dung masc/fem/neut dat sg κοπρώδεϊ , κοπρώδης like dung dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρώδη — κοπρώδης like dung neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοπρώδης like dung masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοπρώδης like dung masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρώδεα — κοπρώδης like dung neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κοπρώδης like dung masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρώδεις — κοπρώδης like dung masc/fem acc pl κοπρώδης like dung masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρωδεστέρου — κοπρώδης like dung masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρώδεος — κοπρώδης like dung masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρώδεσι — κοπρώδης like dung masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κοπριώδης — κοπριώδης, ῶδες (Α) [κοπρία] κοπρώδης, γεμάτος κοπριά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»